Η βιταμίνη D έχει σημαίνοντα ρόλο τόσο στην εγγενή και όσο και στην επίκτητη ανοσία. Πρόσφατα διαπιστώθηκε ένα σοβαρό στατιστικό σφάλμα στην εκτίμηση της συνιστώμενης ημερήσιας διαιτητικής πρόσληψης (RDA) για τη βιταμίνη D.
Αναλύοντας εκ νέου τα δεδομένα που χρησιμοποίησε το Institute of Medicine (IOM) διαπιστώθηκε ότι απαιτούνται 8895 IU/ημέρα για να επιτευχθούν επίπεδα ≥50 nmol/L στον ορό στο 97,5%του πληθυσμού. Δεύτερη μελέτη αμέσως μετά, επιβεβαίωσε ότι χρειάζονται 6201 IU/ημέρα για να επιτευχθούν 75 nmol/L και 9122 IU/d για επίπεδα 100 nmol/L.
Η μεγαλύτερη μέτα-ανάλυση όλων των δημοσιευμένων μελετών από το 1966 έως και το 2013, έδειξε ότι επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D <75 nmol/L (20 ng/ml) δεν επαρκούν για την προστασία της υγείας του πληθυσμού και συνδέονται με υψηλότερη θνησιμότητα από όλες τις αίτιες, καταρρίπτοντας παλαιότερη θεωρία που συσχέτιζε την θνησιμότητα με τα επίπεδα της βιταμίνης D με μία U-shape καμπύλη.
Είναι κρίσιμης σημασίας να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του παγκόσμιου πληθυσμού από την ανεπάρκεια της βιταμίνης D.
Δεδομένου ότι τα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό ≥ 100 nmol/L αποδεδειγμένα μειώνουν στο 1.0 τη θνησιμότητα από όλα τα νοσήματα (αυτοάνοσες ασθένειες, μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτης τύπου 2, καρκίνος) θα έπρεπε οι αρμόδιες αρχές δημόσιας υγείας να αναπροσαρμόσουν τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D (δηλαδή τη μέση ημερήσια πρόσληψη που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του υγιούς πληθυσμού, προϋποθέτοντας ελάχιστη έκθεση στον ήλιο) ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτή που προτείνει η Endocrine Society Expert Committee (2011) ως την ανώτερη καλά ανεκτή ημερήσια δόση για ασθενείς με κίνδυνο ανεπάρκειας βιταμίνης D (< 50 nmol/L) και είναι: 2000 IU για παιδιά <1 έτους, 4000 IU για άτομα ηλικίας 1-18 ετών και 10000 IU για άτομα ηλικίας > 18 ετών.
Φυσικά, οι ανωτέρω συνιστώμενες δόσεις μπορούν να εξατομικευθούν με βάση τις διατροφικές συνήθειες του ατόμου, τις συνήθειες έκθεσης του στον ήλιο, καθώς και το γεωγραφικό πλάτος της χώρας που διαμένει. Μπορούν επίσης να προσαρμοστούν ανάλογα με τον δείκτη μάζας σώματος, την ηλικία και το χρώμα του δέρματος του ατόμου, καθώς είναι γνωστό ότι οι παχύσαρκοι, οι ηλικιωμένοι και τα μελαχρινά άτομα χρειάζονται υψηλότερες δόσεις.
Αιτίες της πανδημίας της υποβιταμίνωσης D
Μόνο το 20% της απαιτούμενης ποσότητας της βιταμίνης D εξασφαλίζεται από τη διατροφή. Το υπόλοιπο 80% φυσιολογικά παράγεται στο δέρμα υπό τη επίδραση της υπεριώδους B ηλιακής ακτινοβολίας. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες συστάσεις της δεκαετίας του 1960 που σύστηναν από 4000 έως 5000 IU/ημέρα για την αποφυγή ραχίτιδας, η διατροφή μας σήμερα είναι φτωχή σε φρέσκα ψάρια ανοιχτής θαλάσσης (x 10 πλουσιότερα σε βιταμίνη D), φρέσκα αυγά και φρέσκο γάλα από ζώα ελευθέρας βοσκής. Επίσης πλέον τα παιδιά παίζουν και οι άνθρωποι εργάζονται και αθλούνται σε κλειστούς χώρους, ενώ αντηλιακά υψηλού δείκτη χρησιμοποιούνται ευρέως για την πρόληψη του μελανώματος. Ακόμα και οι ηλιόλουστες χώρες, όπως η Ελλάδα, παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό ανεπάρκειας βιταμίνης D, καθώς η γωνία πρόπτωσης των ηλιακών ακτινών από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη δεν οδηγεί σε επαρκή παραγωγή βιταμίνης D με τη συνήθη έκθεση στον ήλιο.
Δυστυχώς,πήρε πολύ χρόνο στην ιατρική επιστήμη, ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι η βιταμίνη D δεν είναι απλώς μια βιταμίνη που προλαμβάνει την ραχίτιδα. Για το σκοπό αυτό, μπορεί να επαρκούν 400-600 IU/ημέρα. Ωστόσο, γνωρίζουμε σήμερα ότι η βιταμίνη D έχει δράση σε πυρηνικούς υποδοχείς, γεγονός που την καθιστά κρίσιμης σημασίας, ειδικά στο ανοσοποιητικό σύστημα. Οι παραπάνω προτεινόμενες δόσεις φαίνεται να είναι επαρκείς για τη διατήρηση των επιπέδων βιταμίνης D περί τα 75-100 nmol/L, με σχεδόν μηδενικό κίνδυνο τοξικότητας. Αναμφισβήτητα, χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να καθοριστεί σαφώς η ενδεδειγμένη δόση υποκατάστασης βιταμίνης D, αν και είναι αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορούσαν να εκδοθούν παγκοσμίως ενιαίες οδηγίες. Εν τω μεταξύ, απαιτούνται επειγόντως δράσεις για την προστασία του πληθυσμού από τις συνέπειες της έλλειψης της βιταμίνης D.
Πληροφορίες από τον Δημήτρη Θ. Παπαδημητρίου, MD, MSc(2), PhD, Παιδοενδοκρινολόγο & Journal of Preventive Medicine & Public Health The Big Vitamin D mistake